Ολοκληρώσαμε σήμερα τον κύκλο των εκπαιδευτικών επισκέψεών μας για φέτος. Ακολουθήσαμε τα ίχνη των παππούδων μας μέσα στην πόλη, κλείσαμε τα μάτια κι αφουγκραστήκαμε ήχους και σιωπές, αξιωθήκαμε να νιώσουμε την καρδιά της Ιστορίας που χτυπά ακόμη σθεναρά σε κάθε γωνιά αυτού του τόπου, όσο κι αν έχει σκεπαστεί από τη σκόνη και την αδιαφορία των καιρών... Ξεκινήσαμε από τον μικρό Άγιο Μηνά, τον καπετάνιο... “… Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Αγιο, τον “Αγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Ενας Αγιος που δεν έμενε μόνο στο εικόνισμά του, κατέβαινε κάθε νύχτα, έβγαινε περιπολία. Σφαλνούσε τις πόρτες, όσες είχαν ξεχάσει οι Χριστιανοί ανοιχτές, σφύριζε στους νυχτοπαρωρίτες να γυρίσουν πια στα σπίτια τους, στέκουνταν απόξω από τις πόρτες κι αφουκράζονταν ευχαριστημένος όταν άκουγε τραγούδι… ….Κι όταν οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζουνταν να ριχτούν στους Χριστιανούς, πετιόταν ο Αϊ-Μηνάς πάλι από το κόνισμά του να διαφεντέψει τους Καστρινούς…" "….Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αϊ-Μηνάς, ήταν ο καπετάνιος τους, καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ’ άρματά τους να τα βλογήσει…” Στάση στο ιστορικό και πάντα φιλόξενο 8ο Δημοτικό Σχολείο, όπου η κυρία Πόπη και η κυρία Εμμανουέλα μας ταξίδεψαν πίσω στα ρωμέικα σπιτάλια, στη Μεγάλη Σφαγή, στην Παιδαγωγική Ακαδημία που σπούδασε η Έλλη Αλεξίου, η Μαρία Αμαριώτου και η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη. Είδαμε το αντίγραφο της εικόνας που κλάπηκε και φανταστήκαμε πώς ήταν το σχολείο τότε. Μάθαμε πως σ' αυτή τη γετονιά κοντά ζούσε κι ο Νίκος Καζαντζάκης, μόνο που το δικό του σχολείο ήταν στην Αγία Αικατερίνη. Χαρίσαμε στα παιδιά του 8ου ένα βιβλίο από τη Βιβλιοθήκη της τάξης μας, όχι καινούριο αλλά από τα αγαπημένα μας. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, μα όπως λέει κι ο αγαπημένος μας συγγραφέας, "η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας..." Μας κέρασαν, όπως πάντα, κάτι για τον δρόμο και συνεχίσαμε... Στον Άγιο Ματθαίο των Σιναϊτών μαγευτήκαμε! Η αδερφή Ευπραξία μας έμαθε τόσα απίστευτα πράγματα! Ο ήχος από τα σήμαντρα, τον κόπανο και το τάλαντο ήταν υπέροχος. Δεν το ξέραμε πως είναι συγκεκριμένος και πως είναι ο ίδιος ήχος που έπαιζε ο Νώε για να τον ακολουθήσουν τα ζώα στην κιβωτό. Συγκινηθήκαμε με τον μικρό Χριστούλη που, στην αγκαλιά της στοργικής του μάνας, τρόμαξε στη θέα της θυσίας που τον περίμενε αμείλικτη. Είδαμε τον Αγιο Χαράλαμπο να υποτάσσει άκοπα τη φοβερή πανώλη και τον Άγιο Φανούριο πάντα έτοιμο να σηκωθεί και να συντρέξει όποιον πιστό τον χρειάζεται. Νιώσαμε δέος μπροστά στη θυσία των ανθρώπων που είχαν ταφεί κάτω από τα πόδια μας, αιώνια αναπαυμένοι που έκαναν το χρέος τους... ο Γεράσιμος Παρδάλης, ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός και τόσοι ακόμα, που δε γνωρίζουμε τα ονόματά τους. Μιλήσαμε για τους αδερφούς Καστροφύλακα, τον Μιχαήλ Δαμασκηνό, τον Ιωάννη Κορνάρο. Μια σταλιά εκκλησάκι κι όμως κρύβει τόσους ανεκτιμητους θησαυρούς. Γουρλώσαμε τα μάτια έκπληκτοι, όταν ακούσαμε πως δύο από τις εικόνες που βλέπαμε έχουν ταξιδέψει δύο φορές στη Νέα Υόρκη, σε εκθέσεις με θέμα τη Βυζαντινή Τέχνη. Είδαμε ακόμη και το αντίγραφο του ακτιναμέ, με την υπογραφή του Μωάμεθ! Χάρη σ' αυτόν οι Χριστιανοί λειτουργούνταν στον Άγιο Ματθαίο, χωρίς φόβο σε όλη της διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Τι όμορφα που ήταν! Η αδερφή Ευπραξία μας κέρασε πεντανόστιμα λουκούμια κι εμείς τη ανταμείψαμε με τις πιο αληθινές μας αγκαλιές! Επόμενος σταθμός: Στοά Μακάσι. Κι άλλο αίμα κι άλλες θυσίες γι' αυτόν τον τόπο που "δε βολεύεται με λιγότερο ήλιο, δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό"! Ο Καζαντζάκης έλεγε πως "αν επιζεί η Ελλάδα, επιζεί χάρη σε διαδοχικά θαύματα"... Ίσως αυτά τα θαύματα εννοούσε... τα θαύματα που κάνουν η πίστη, οι ιδέες κι οι άνθρωποι που τις κουβαλούν! Τελευταίος σταθμός: προμαχώνας Μαρτινέγκο! Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνον όταν τους ξεχνάμε κι εμείς δε θα τον ξεχάσουμε ποτέ! Τιμήσαμε τον Νίκο Καζαντζάκη με τα ταπεινά μας δώρα: τις ζωγραφιές, τα λόγια, τα τραγούδια μας...
0 Comments
Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο για τη μάχη της Κρήτης...
Σοβαρό είναι το πρόσωπο της Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, αγέλαστες. Κοιτάζεις από το αεροπλάνο την Κρήτη ν’ απλώνεται στη θάλασσα και νιώθεις πώς αληθινά το νησί τούτο είναι γιοφύρι ανάμεσα στις τρεις τούτες μεγάλες Μοίρες. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη πήδηξε κι’ έχτισε φωλιά στην Κρήτη το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί πού το λέμε Πνεύμα. Άπλωσε τις φτερούγες του στο Κρητικό χώμα και γέννησε το μυστηριώδη, βουβό ακόμα, όλο ζωή, χάρη, κίνηση και λαμπρότητα, Κρητικό πολιτισμό.
Η Κρήτη έχει αληθινά κάτι το πανάρχαιο, το άγιο, το πικραμένο και περήφανο, που έχουν οι χαροκαμένες μάνες που γέννησαν παλικάρια. Έχει τόσο πολύ πολεμήσει κι υποφέρει η γης ετούτη, έχει τόσο πολύ συνηθίσει το θάνατο, που τον ξεφοβήθηκε πια και μπορεί να γελάει και να παίζει μαζί του. Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι και τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται να ζητούν την βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα πεινασμένα Κι’ αλύγιστα. Τι δύναμη και τι αντοχή είναι τούτη, συλλογιζόμουν, και πού βρίσκουν τα κορμιά τούτα τόση ψυχή; Και ποια ακριτική πνοή τους δίνει τόση αψηφισιά να παλεύουν με το θάνατο; Ο Κρητικοί αλήθεια αγαπούν παράφορα τη ζωή και συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο. Μέσα από τα χαλασμένα χωριά που πέρασα, πάνω από τα νεοανοιγμένα μνήματα που δρασκέλισα, πίσω από τις κουβέντες που άκουσα, ακατάπαυτα διαπίστωσα τούτη τη μεγάλη δισυπόστατη παλικαριά: παράφορη αγάπη για τη ζωή και άφοβο αντίκρισμα του θανάτου. Τούτος είναι και ο πρώτος πολύτιμος καρπός που γεύεται όποιος, τώρα που καπνίζουν ακόμα τα ερείπια κι είναι ακόμα νωπά τα αίματα στις πέτρες, περιοδεύει τα χωριά της Κρήτης. Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες τώρα χρόνια, παλεύουν στα κακοτράχαλα Κρητικά βουνά την πείνα, την γύμνια, τους βαρβάρους. Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι. Οι Κρητικοί, όπως όλες οι γενναίες ψυχές, στην άκρα απελπισία βρίσκουν τη λύτρωση. Πολλοί Κρητικοί, μπροστά από τα τουφέκια των Γερμανών, τη στιγμή που θα τουφεκίζονταν, έβρισκαν τη γαλήνη, κι όχι μονάχα τη γαλήνη παρά και τη χαρά της αδάμαστης ψυχής που αναγαλλιάζει γιατί της δίνεται η ευκαιρία να δείξει την αρετή της. Πολλοί, την ύστερή τους στιγμή, μπροστά από το εχτελεστικό απόσπασμα, τραγουδούσαν μαντινάδες Κρητικές ή τον Εθνικό Ύμνο. Στα Χανιά, μέσα από το γκρεμισμένο σπίτι του, ένας γεροντάκος πρόβαλε και μας είπε: – Ένα δάσκαλο, τον λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν να τον εκτελέσουν. Ένας μαθητής του τού λέει: γιατί να σκοτωθείς; Καλλίτερο είναι να φύγεις. Κι ο διδάσκαλος του αποκρίθηκε: Όχι! εγώ αυτό που τόσα χρόνια σας δίδασκα, τώρα θα το εφαρμόσω: θα πεθάνω για την πατρίδα. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή κι οι πιο σακάτες γίνουνταν ήρωες. Στις φοβερές φυλακές της Αγιάς, κοντά στα Χανιά, οι Γερμανοί διάλεξαν 42 παλικάρια (διάλεγαν πάντα τους καλύτερους) και πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Στο δρόμο ένας σακάτης, καμπούρης, τους συνάντησε. Στάθηκε και φώναξε στους Γερμανούς: «Σκοτώστε με εμένα να γλυτώσει ένα παλικάρι». – «Όχι, φύγε!» του είπαν εκείνοι. «Τότε σκοτώστε με και μένα, να γίνουν 43», φώναξε ό καμπούρης. Ντρέπουμαι να ζω εγώ ο σακάτης και να σκοτωθούν τούτοι οι λεβέντες». Ανήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωναν την φωνή τους και μιλούσαν ατρόμητα στους Γερμανούς. Σ’ ένα ωραιότατο χωριό, στα Μεσκλά, μια γριά έκρυβε έξη μήνες, με κίνδυνο της ζωής της, δύο Εγγλέζους στο σπίτι της. Μια μέρα οι Γερμανοί τους έπιασαν. Η γριά τρέχει στον άγριο Γερμανό φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του και του φώναξε: – Να ξέρεις, Κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει την Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα Κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου! Στεκόταν απάνω σε μια πέτρα, απόξω από το καμένο σπίτι της η γριά τούτη και μας μιλούσε, με ορθό το κεφάλι, κουρελιασμένη σαν φάντασμα. Τι δύναμη λοιπόν έχει η ψυχή του ανθρώπου και πώς μπορεί να νικήσει το θάνατο, συλλογιζόμουν. Άοπλοι, ανοργάνωτοι, χωρίς βοήθεια από κανένα, οι Κρητικοί από τα χωριά, από τα βουνά, κατέβαιναν στ’ ακρογιάλια, να υπερασπιστούν το νησί τους από τους άγριους, πάνοπλους αλεξιπτωτιστές που κατέβαιναν. Στις 19 του Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού. Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγάται: – Ευτύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάζαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε. – Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα; – Πώς δεν είχαμε; μού αποκρίθηκε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμα ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά - σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο. Οι Γερμανοί είχαν ορίσει να πάρουν την Κρήτη σε 24 ώρες. Η παραμικρή αργοπορία θα τους ήταν θανάσιμη. Ήξεραν πως οι Κρητικοί ήταν άοπλοι, πως όλοι οι νέοι ήταν επιστρατευμένοι και βρίσκονταν ακόμη στην Ελλάδα και πως οι Άγγλοι μήτε στρατό αρκετό είχαν μήτε αεροπλάνα. Ήταν λοιπόν σίγουροι πως σε 24 ώρες θα παίρναν την Κρήτη. Έκαμαν 8 μέρες. Έξη χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες. Ένας Κρητικός χωριάτης, όταν μ’ είδε να ξαφνιάζομαι για την παλικαριά και την αυτοθυσία αυτών των Κρητικών, μου είπε τα καταπληχτικά τούτα λόγια: – Γιατί παραξενεύεσαι; Εμείς ξέραμε πως γράφαμε Ιστορία! Δεν ξέρω αν υπάρχει στον κόσμο μια άλλη χώρα, όπου οι χωρικοί να βλέπουν τον πόνο, τη θυσία, την ατομική τους καταστροφή από τόσο ύψος. Ήξερε ο Κρητικός αυτός χωριάτης πως υπάρχει στον κόσμο τούτο ένα αγαθό ανώτερο από τη ζωή και πως για το αγαθό αυτό πάλεψε και θυσιάστηκε όλη η ράτσα μας και πρέπει τώρα κι αυτός, ο Κρητικός χωριάτης, να παλέψει και να θυσιαστεί, και το αγαθό αυτό λέγεται Ιστορία, δηλαδή υστεροφημία, δηλαδή αθανασία. Πιστεύουν στο αγαθό αυτό οι Κρητικοί, όπως πιστεύουν στην ελευθερία. Πολεμούν, ξέροντας πως αν δεν μείνει τ’ όνομά τους, θα μείνει και θα ζήσει το έργο τους. Και τώρα πού κανείς δε φαίνεται να θυμάται πως η Κρήτη έσωσε τον συμμαχικόν αγώνα στην Εγγύς Ανατολή και πως επέδρασε οριστικά στην πορεία του παγκοσμίου πολέμου, και τώρα πού οι ξένοι δεν φαίνονται να θυμούνται τη θυσία και την εποποιΐα της Κρήτης, οι Κρητικοί δεν έχασαν το θάρρος τους και την πίστη τους. Άστεγοι, πεινασμένοι, αδικημένοι, στέκουνται μέσα στα χαλάσματα των σπιτιών τους και δε μιλούν. Σφίγγουν, βλέπετε, το χρέος τους και τα καλά παλικάρια δεν προσμένουν αμοιβή. Η Ιστορία θα τους κρίνει κάποτε. Και θα πει τότε για την περηφάνια τους και την παλικαριά τους — και θα τους προβάλει τότε σαν παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης σ’ όλους τους μεγάλους και τους ζωντανούς αυριανούς λαούς. – Δεν έχουμε ένα σκαμνί να σε βάλουμε να καθίσεις, δεν έχουμε ένα ποτήρι να σου δώσουμε νερό, δεν έχουμε κομμάτι ψωμί, αν πεινάς, δεν έχουμε τίποτα, τίποτα! Όλα μας τα κάψαν και μας τα πήραν οι Γερμανοί. Έτσι μου λέγαν κάτω από ένα πλάτανο στη μέση του γκρεμισμένου χωριού, οι μαυροφόρες πού ξεπρόβαλαν από τα χαλάσματα. Δεν έχουμε μήτε και άντρες να κουβεντιάσουν μαζί σου! Να, μόνο τούτα τ’ αρσενικά απομείναν, είπε μια χλωμή γυναικούλα δείχνοντάς μου δυο τρία μωρά που βύζαιναν στον κόρφο τους οι μανάδες. – Φτάνουν αυτά για μαγιά! φώναξε μια γριά. Τα ίδια δεν πάθαμε και στην επανάσταση του 66; Εγώ ήμουν μικρή, μα θυμούμαι. Δυο τρία μωρά είχαν πάλι απομείνει κι’ από αυτά αναπιάστηκε πάλι όλο το χωριό. Μη φοβάστε, μωρέ γυναίκες, είπε, γυρίζοντας στις μαυροφόρες που σώπαιναν, μη φοβάστε, μαγιά πάντα απομένει! Τα περισσότερα χωριά στην Κρήτη χάθηκαν, οι περισσότεροι άντρες σκοτώθηκαν γιατί φιλοξενούσαν Άγγλους. Σ’ ένα χωριό, τα Μεσκλά, είδα μια μάνα που της είχαν σκοτώσει τους δυο γιούς της, γιατί είχε σπίτι της κι έκρυβε 8 μήνες δύο Άγγλους στρατιώτες. Το μάθαν οι Γερμανοί κι ήρθαν, της έκαψαν το σπίτι, της σκότωσαν τους γιούς της, και τώρα στέκουνταν απόξω από τα χαλάσματα λιγνή χαροκαμένη, με μάτια όλο φλόγα, και μου μιλούσε: – Το ίδιο βράδυ που σκότωσαν τους γιούς μου πέρασαν, νύχτα βαθειά, δυο Εγγλέζοι που τους κυνηγούσαν οι σκύλοι οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμη το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώξει σε μία γωνιά και έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζύγωσαν. – Ψωμί! μου φώναζαν, ψωμί! Οι χωριανοί μου είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω, δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν τούς έδωκα και μια κουβέρτα, που μου είχαν δώσει βγήκα από τη γωνιά τους έβαλα να κοιμηθούν. – Γιατί τάκαμες όλα αυτά; ρώτησα. Οι Εγγλέζοι δε φταίγαν που σκότωσαν τους γιούς σου; – Το καμα, αποκρίθηκε, γιατί είχαν κι αυτοί μανάδες, και κατέχω ίντα θα πει πόνος τής μάνας. Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη. Η μεγάλη ψυχή νικάει τον πόνο το ατομικό και τον πιο φοβερό: άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωναν. Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής δε λυγίζουν την Κρητική ψυχή. Αντίθετα την πυρώνουν και την δυναμώνουν. Ζόρικη, αβόλευτη, τραχιά είναι η γη της Κρήτης. Κι’ όταν τα βουνά της κι οι θάλασσες ή οι ψυχές που πλάστηκαν από τέτοιους βράχους και τέτοιαν αρμύρα δεν σου επιτρέπουν ούτε στιγμή να βολευτείς, να γλυκαθείς, να πεις: Φτάνει! τότε η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο. Δεν ξέρω πια αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της, ένα μονάχα ξέρω: ότι τα μαστιγώνει ως το αίμα. Υπάρχει και κάτι άλλο όμως στην Κρήτη. Υπάρχει κάποια φλόγα — ας την πούμε ψυχή — κάτι πιο πάνω απ’ τη ζωή κι απ’ το θάνατο, πού είναι δύσκολο να το ορίσεις. Υπάρχει αυτή η περηφάνια, το πείσμα, κάτι άλλο, ανέκφραστο κι’ αστάθμητο, που σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος. Να χαίρεσαι, μα και συνάμα σου δίνει μεγάλη ευθύνη. Γιατί ενώ νιώθει πως έχεις χρέος να κάμεις ό,τι μπορείς, για να σώσεις αυτό το λαό, εκείνος βλέπει την προσπάθειά σου με ειρωνεία και περιφρόνηση. Δεν έχει την ανάγκη κανενός για να σωθεί. Σώζει, δεν σώζεται. — Ένα μονάχα σου μένει τότε: να δοκιμάσεις να γίνεις άξιος αυτού του λαού, να κερδίσεις τη δύναμη της δικής του ψυχής, που ποτέ δεν καταδέχτηκε ν’ απατήσει τον εαυτό της ή τούς άλλους και που πάντα τολμάει ν’ αντικρύζει, πρόσωπο με πρόσωπο, τη θεά εκείνη που δεν κάνει χατίρια και δεν κάθεται στα πόδια κανενός: την αγέλαστη κι’ αδάκρυτη θεά, την ευθύνη.
Απο την ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ έκδοση του 1976 δυο τραγούδια.Το-ΗΘΕΛΕ ΝΑΝΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ-και το-ΕΥΘΥΝΗ ΝΑΣΑΙ ΚΡΗΤΙΚΟΣ από τον Κώστα και τον Μάνο Μουντάκη
"Ήθελε λέει νάναι λέυτερος..ήθελε λέει νάναι δίκαιος,ήθελε λέει νάναι άνθρωπος..ήθελε λέει νάναι ξέγνοιαστος..σαν τα πουλιά να τραγουδά την ξαστεριά... Φρόνιμοι και νοικοκυροί δεν ζούν στον Ψηλορείτη,μα οι κουζουλοί την κάμανε αθάνατη την Κρήτη..Πως εγεννήθης Κρητικός να μη βαρυγκομίσεις,ευθύνη νάσαι Κρητικός και λεύτερος να ζήσεις..Η λευτεριά είναι ένας καρπός που με νερό δεν πιάνει,μόνο με αίμα θρέφεται βλαστούς και ρίζες κάνει.Και με τα τόσα βάσανα τη λευτεριά αγαπώ τη,και στην κορφή του πόνου μου αν θα την βρω,χαρώ τη." Σήμερα μάθαμε να φτιάχνουμε επιτραπέζια παιχνίδια. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νομίζαμε, αλλά ήταν πολύ ενδιαφέρον! Πρώτα ομαδοποιήσαμε το λεξιλόγιο. Βρήκαμε ποια ρήματα και ποια ουσιαστικά μας χρειάζονται για να φτιάξουμε το παιχνίδι μας. 'Επειτα το σχεδιάσαμε στο μυαλό μας και στο χαρτί. Από τον σχεδιασμό στην υλοποίηση χρειάστηκε να βρούμε τη λύση σε κάθε πρόβλημα που συναντούσαμε. Κάποιες φορές διαπιστώναμε πως αυτά που είχαμε σκεφτεί δεν γίνονταν, τουλάχιστον με τον τρόπο που τα είχαμε στο μυαλό μας. Οπότε δοκιμάζαμε και τροποποιούσαμε τις ιδέες μας. Χωριστήκαμε σε ομάδες και κάθε ομάδα ανέλαβε μια δουλειά. Μάθαμε τι είναι οι ερωτήσεις ανοιχτού και κλειστού τύπου, κάναμε εξάσκηση στην Προστακτική και μάθαμε να δίνουμε οδηγίες. Στο τέλος παίξαμε το παιχνίδι για να σιγουρευτούμε πως δούλευαν όλα σωστά, κάναμε δηλαδή έλεγχο! Τώρα πια είναι στη διάθεσή σας, να το παίξετε κι εσείς και να μάθετε όσα θέλετε για τη Frida Kahlo με έναν διασκεδαστικό τρόπο! Ξέρετε τι είναι οι μαράκες; Kάντε κλικ στην εικόνα για να μάθετε! Φτιάξαμε ενα παραδοσιακό μεξικάνικο μουσικό όργανο και περάσαμε τέλεια... για τη δασκάλα μας δεν ξέρουμε! Παράλληλα βέβαια ασκηθήκαμε και στον κατευθυντικό λόγο... γιατί "το τερπνόν μετά του ωφελίμου"! Δεν ξέρουμε ακριβώς τι σημαίνει αλλά οι δασκάλες μας το λένε συχνά! Η Frida Kahlo φορούσε μεγάλα χειροποίητα κοσμήματα με μοτίβα εμπνευσμένα από τους προκολομβιανούς πολιτισμούς και ιδιαίτερα των Αζτέκων. Εμείς σχεδιάσαμε και φτιάξαμε τα δικά μας κοσμήματα για εμάς τις μαμάδες και τις φίλες μας! Χρόνια πολλά, μανούλες! Να είστε πάντα καλά, να μην ντρέπεστε να ζητατε βοήθεια όταν είστε κουρασμένες,να μην ξεχνάτε να αγαπάτε και να φροντίζετε τον εαυτό σας γιατί σας έχουμε ανάγκη για "να φτάσουμε όπου δεν μπορούμε"!
Μαμά σημαίνει...
Μάνα σημαίναι αγώνας! Ποια είναι η ιστορία της Γιορτής της Μητέρας; Μάθετε περισσότερα μ' ένα κλικ!
Τον τελευταίο καιρό προσπαθήσαμε να γνωρίσουμε τον Νίκο Καζαντζάκη μέσα από αποσπάσματα από το τελευταίο έργο του "Αναφορά στον Γκρέκο". Αλήθεια τι σημαίνει "Γκρέκο" και ποιος ήταν αυτός ο μακρινός παππούς στον οποίο ο μεγάλος συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεί και να αποχαιρετήσει;
Εμείς οι Έλληνες είμαστε, και δίκαια, πολύ περήφανοι για τους προγόνους μας και την καταγωγή μας. Φτάνει αυτό , κατά τη γνώμη σας για να προχωρήσει το γένος μας μπροστά; Σκεφτείτε και συζητήστε την παρακάτω φράση του Νίκου Καζαντζάκη. Με ποιος τρόπους μπορεί άραγε ο καθένας από εμάς να κάνει το χρέος του; Ένα παιδί τι μπορεί να κάνει; Τι πιστεύει για την ευθύνη ο Νίκος Καζαντζάκης; Τι πιστεύετε εσείς; Μπορείτε να φέρετε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και να συζητήσετε πάνω σ' αυτά; Ας γνωρίσουμε τον El Greco, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, με τη βοήθεια δυο βιβλίων από τη Βιβλιοθήκη του σχολείου μας. Δείτε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του ζωγράφου και συζητήστε ποια είναι τα κοινά σημεία, οι αόρατες κλωστές που τον συνδέουν με τον συγγραφέα. Δείτε πίνακες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και παρατηρήστε τους προσεχτικά. Έπειτα μοιραστείτε τις παρατηρήσεις σας, τις σκέψεις, τα συναισθήματά σας με τους συμμαθητές σας.
O Δομήνικος Θεοτοκόπουλος είχε σπουδαίους δασκάλους: Τον Τισιανό και τον Τιντορέτο. Μαθήτευσε δίπλα τους κι έμαθε πολλά για τη δυτική ζωγραφική. Μέσα του όμως κουβαλούσε πάντα τα έργα των Βυζαντινών δασκάλων του.
Αργότερα ενέπνευσε κι ο ίδιος, όπως γίνεται πάντα, σπουδαίους ζωγράφους όπως ο Γκόγια και ο Πικάσο. Τι βλέπετε, τι παρατηρείτε; Τι σκέφτεστε, τι συμπεράσματα βγάζετε; Τι σας δημιουργεί απορίες; Τι νιώθει το πρόσωπο που εικονίζεται στον πίνακα;Τι νιώθετε εσείς; Συζητήστε πρώτα με την ομάδα σας κι έπειτα όλοι μαζί. Βρίσκετε κοινά σημεία στους πίνακές σας ή όχι; Οι μορφές του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου είναι παράξενες. Ψηλόλιγνες, κάποιες φορές παραμορφωμένες, σαν τη φλόγα ενός κεριού. Σκεφτείτε, αν ήταν φωτογράφος από ποια γωνία θα φωτογράφιζε τα έργα του; Συγκρίνετε τις γραμμές, τα χρώματα, το φως και τη γωνία από την οποία τα κοιτάζει ο ζωγράφος με τα έργα της Frida Kahlo. Παρατηρήστε τις κινήσεις τους. Η Γωγώ είπε πως μοιάζουν σαν "ζελέ". Εννοεί πως μοιάζουν σαν να μην έχουν κόκκαλα! Δοκιμάστε να κινηθείτε σαν να βρισκόσαστε μεσα σε έναν πίνακα του Θεοτοκόπουλου. Μιμηθείτε τις κινήσεις των προσώπων που απεικονίζονται στους πίνακες. Αφήστε τους άλλους να σας καθοδηγήσουν και ακολουθήστε τις οδηγίες τους. |
Οι δράσεις μαςΑν θέλετε να ξέρετε πώς τα περνάμε στο σχολείο και τι καινούριο μαγειρεύουμε, βρίσκεστε στη σωστή σελίδα! Archives
June 2017
Categories |
Γραμματομαζώματα... αριθμοσκορπίσματα