Ολοκληρώθηκε σήμερα ο κύκλος των επισκέψεών μας στα μουσεία, με αφρομή τη συμμετοχή στο πρόγραμμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου με θέμα " Μια γιορτή στο παλάτι". Περάσαμε τέλεια!
Ανακαλύψαμε απίστευτα ενδιαφέροντα εκθέματα στις προθήκες, ενυπωσιαστήκαμε από τα κοινά σημεία που έχουμε με τους Μινωίτες προγόνους μας, διασκεδάσαμε, παίξαμε... Οι δασκάλες μας ήταν πολύ περήφανες για εμάς γιατί δεν γκρινιάξαμε καθόλου! Αντίθετα κάναμε ένα σωρό δραστηριότητες, τηρήσαμε όλους τους κανόνες με ευλάβεια, ήμαστε ευγενικοί με όλους τους ανθρώπους που μας εξυπηρέτησαν, ευχαριστήσαμε πολύ πολύ τις υπεύθυνες αρχαιολοόγους, την κυρία Κλειώ και την κυρία Ειρήνη που μας βοήθησαν στα παιχνίδια με τα tablets και τους διαδραστικούς πίνακες. Φύγαμε, όπως πάντα γεμάτοι εμπειρίες, γνώσεις, ιδέες! Και του χρόνου! Βραβειο επισκέπτη μουσείων by elegio on Scribd
0 Comments
Η 25η Μαρτίου είναι διπλή γιορτή: θρησκευτική γιορτή της Ορθοδοξίας και γιορτή του έθνους μας. Δείτε τις εικόνες του Ευαγγελισμού, παρατηρήστε τις και συζητήστε γι' αυτές. Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα! Στο κείμενο που ακολουθεί, ο Νίκος Καζαντζάκης δεν περιγράφει αυτή τη σφαγή αλλά μια άλλη, αρκετά χρόνια αργότερα το 1898. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε εκείνες τις ταραγμένες εποχές, ας ακολουθήσουμε τον μικρό Νίκο, που τότε ήταν στην ηλικία σας περίπου και ας τον αφήσουμε να μας οδηγήσει πάνω στα ίχνη της Ιστορίας... "...Καλώς τη τη συμφορά. αν έρχεσαι µοναχή σου, λέµε στην Κρήτη. γιατί αλήθεια σπάνια έρχεται µοναχή της. Την άλλη μέρα o ουρανός ήταν κατακάθαρος. Έκαµε Χτες το κέφι του. ξέκαµε τους ανθρώπους και σήμερα γελούσε. Οι νοικοκυραίοι έφερναν γύρο στ' αµπέλια τους. όλη n σταφΊδα χαμένη. Φούχτες φούχτες βρίσκουνταν ακόµα χωµένη στη λάσπη. Σταύρωµα του μεσημεριού, ο πατέρας είχε γυρίσει βιαστικά από το Κάστρο -ένας φίλος του είχε κατάφτάσει πρωί πρωί. κάτι του σφύριξε στο αυτί, κι έφυγε. Είχε µαθευτεί πως κάποιο μεγάλο αγά σκότωσαν οι χριστιανοί σ' ένα Χωριό. οι Τούρκοι αγρίεψαν, αρματώθηκαν οι Χριστιανοί, θα 'καμε πάλι σηκωμό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν στο Μεγάλο Κάστρο, πίσω από τα βενετσιάνικα τείχη, ν' ασφαλιστούν. Κάναμε βόλτες µε την αδερφή µου στο αμπέλι και μαζεύαμε τις στερνές ρώγες που κρέμουνταν ακόμα στα κληµατα' άξαφνα βουή ακούστηκε στο δρόμο, φωνές και γκαρίσματα, τσούρμο περνούσε με τα γαϊδουράκια φορτωμένα. σκάφες, τεντζερέδες και χανούµισσες. Άντρες έτρεχαν πίσω. άλλοι ξυπόλυτοι. άλλοι με ξεπατωμένα στιβάνια, με σαρίκια στο κεφάλι, δε µιλούσαν. µούγκριζαν κι έτρεχαν κατά το Κάστρο. Τσαλαβουτούσαν στις λάσπες. η κάψα είχε κορώσει, χοχλάκιζε ο αγέρας. _ Οι Τούρκοι. τα σκυλιά! γόγγυξε η μητέρα, µας άρπαξε παραμάσκαλα και μας έµπασε στο σπίτι. Αγκάλιασα τα γόνατά της. _ Γιατί τρέχουν, μητέρα; ρώτησα. Τι θένε; Γιατί τρέμεις; Χάδεψε τα μαλλιά µου. _ Θεέ μου, και τι µέλλει να δουν τα µάτια σου. παιδί µου! Βαρύ πράμα να γεννηθείς Κρητικός. Ακρανοίξαμε το παραθύρι, κοιτάζαµε' το µπουλούκι αλάργαρε, χάθηκε πίσω από τις ελιές, ο δρόμος σώπασε. _ Πάµε, είπε ο πατέρας, γρήγορα, πριν βασιλέψει o ήλιος». Mας άδραξε από το χέρι η µητέρα. πήρε ο πατέρας κάτω από το προσκεφάλι του το περίστροφό του, το κοίταξε, ήταν γεμάτο. Το 'χωσε στην τσέπη του και μας ακλούθησε. Βασίλευε o ήλιος όταν δρασκελίζαµε την καστρόπορτα'. Τα σοκάκια σαν να 'χαν κιόλας σκοτεινιάσει, έτρεχαν οι άνθρωποι βιαστικοί, καταχτυπούσαν οι πόρτες, πρόβαιναν οι μάνες και φώναζαν τα παιδιά τους v’ αναμαζωκτούν. Η γειτόνισσά µας η Φατμέ Χανούμ μας είδε και δε μας καλησπέρισε. Κάθισε ο πατέρας στη θέση του στον καναπέ, στη γωνιά, κοντά στο παράθυρο τns αυλής, n μάνα στέκουνταν µπροστά του και περίμενε ήξερε, θα δώσει διαταγές. Πήρε την ταµπακέρα του, έστριψε ένα τσιγάρο, σιγά, Χωρίς να βιάζεται, και χωρίς να σηκώσει τα μάτια: ' -Δε Θα ξεπορτίσετε πια, είπε. Στράφηκε σε μένα, μάζεψε τα φρύδια: Φοβάσαι; -Όχι, αποκρίθηκα. -Κι αν σπάσουν οι Τούρκοι την πόρτα και μπούνε µέσα και σε σφάζουν; ΄ Ανατρίχιασα' ένιωσα τη λεπίδα του μαχαιριού στο λαιμό μου έκαµα να φωνάξω: Φοβούµαι! Φοβούμαι! µα το μάτι του κυρού ήταν καρφωμένο απάνω μου. Τινάχτηκα. Το στήθος µου άξαφνα φούσκωσε: -Κι αν με σφάξουν, αποκρίθπκα, δε φοβούμαι! Eίχα νιώσει την καρδιά μου ν' αντρειεύεται. _ Καλά, είπε o κύρης κι άναψε το τσιγάρο. Το καλοκαίρι. που είχα πάει στο χωριό να δω τον παππού μου που πέθαινε, κοιμήθηκα μ' έναν µπάρμπα µου σ' ένα μποστάνι. Άξαφνα. εκεί που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, άκουσα γύρα μου κρρ! κρρ! κρρ! παράξενα πράµατα να τρίζουν. Ζύγωσα τον µπάρµπα µου τρομαγμένος. «Τι 'ναι αυτό που τρίζουν; ρώτησα φοβούμαι». Κι αυτός µου γύρισε τη ράχη, νευριασµένος που του 'κοψα τον ύπνο. «Κοιµήσου, Καστρινέ είπε. κοιµήσου. Πρώτη φορά τ' ακούς; είναι τα καρπούζια που µεγαλώνουν.» Όµοια τη µέρα εκείνη. έτσι που µε κοίταζε ο κύρης, ένιωσα την καρδιά µου να µεγαλώ νει και να τρίζει. Το Μεγάλο Κάστρο είχε τέσσερις καστρόπορτες. Κάθε ηλιοβασίλεμα οι Τούρκοι τις κλείδωναν και κανένας δεν μπορούσε πια, όλη τη νύκτα. μήτε να µπει µήτε να βγει' οι λιγοστοί χριστιανοί που ήταν μέσα έπεφταν έτσι στη φάκα. Σαν έβγαινε πάλι ο ήλιος. άνοιγαν. Μπορούσαν λοιπόν οι Τούρκοι τη νύκτα, όσο ήταν διπλοκλειδωµένες οι καστρόπορτες, να κάμουν σφαγή γιατί µέσα στην πολιτεία οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί, κι είχαν και το τούρκικο ασκέρι. Τότε, ύστερα από λίγες μέρες, ήταν που έζησα την πρώτη σφαγή... ... Καθόµασταν διπλομανταλωμένοι µέσα στο σπίτι, ο ένας κολλημένος με τον άλλο, η µάνα µου. η αδερφή μου κι εγώ, γριοκούσαμε να περνούν απόξω από την πόρτα μας ξεφρενιασμένοι οι Τούρκοι. να βλαστηµούν, να φοβερίζουν, να σπάζουν τις πόρτες και να σφάζουν τους χριστιανούς. Ακούγαµε τις φωνές και το ρόγχο των λαβωµένων. Τα σκυλιά που γάβγιζαν και μια βουή στον αέρα, σαν να γίνονταν παν σεισμός. Ο κύρης. πίσω από την πόρτα, µε γεμάτο το τουφέκι, περίµενε. Κρατούσε, θυµούµαι, μια μακρουλή πέτρα, ακόνι το 'λεγε, κι ακόνιζε ένα µακρύ μαυρομάνικο µαχαίρι. Περιμέναμε. Μας είχε πει: «Αν σπάσουν την πόρτα οι Τούρκοι και µπούνε μέσα. θα σας σφάξω πρώτα, να μην πέσετε στα χέρια τους». Κι ήμασταν σύμφωνοι όλοι, η µάνα μου, n αδερφή μου κι εγώ, και περιµέναµε. Τις ώρες εκείνες, θαρρώ, αν γίνουνταν ορατά τ' αόρατα, θα 'βλεπα την ψυχή μου να μεστώνει. Απότομα, από παιδί, σε λίγες ώρες, ένιωσα πως γίνουμουν άντρας. ΄Ετσι πέρασε n νύχτα, ξημέρωσε, έπεσε η βουή, 0 θάνατος αλάργαρε. Ανοίξαµε με προσοχή την πόρτα, προβάλαµε έξω το κεφάλι. Μερικές γειτόνισσες είχαν κρυφανοίξει δειλά το παράθυρο κι ερευνούσαν το δρόμο. O Τούρκος κουλουρτζής, o σπανός, µε την ψιλή φωνούλα, περνούσε τη στιγμή εκείνη, με μια μεγάλη λομαρίνα στο κεφάλι, και διαλαλούσε τραγουδιστά τα κουλούρια του με κανέλα και σουσάμι. Τι ευτυχία ήταν ετούτη! Πώς όλα ξαναγεννήθηκαν! Πρώτη φορά βλέπαμε ουρανό και σύννεφα και λαµαρίνα φορτωμένη μυρωδάτα κουλούρια... Μου πήρε η μάνα μου ένα και το µασούλιζα με άφατη ηδονή. _ Μάνα, ρώτησα, έφυγε n σφαγή; Η μάνα τρόμαξε. -Σώπα, μου αποκρίθηκε, σώπα, παιδί μου. Μη μελετάς τ' όνομά της! Μπορεί να σε ακούσει να ξαναγυρίσει. 'Εγραψα τη λέξη «σφαγή» και σηκώθηκε n τρίχα μου. Γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήµουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράµματα της αλφαβήτας, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή µεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φρικτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες, γονατιστοί, γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυα, κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός. Οι λέξες: ελευτερία, Α'ι'-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση... Βαριά κι άχαρη n μοίρα του ανθρώπου που γράφει γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξες, να μετατρέπει δηλαδή τη µέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηκτικιά δύναμη για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα µέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει. Την άλλη μέρα πρωί πρωί με πήρε ο κύρης από το χέρι. _ Πάμε, είπε. Η μάνα τρόμαξε. _ Πού το πας το παιδί; Κανένας χριστιανός δε βγήκε ακόμα από το σπίτι του. _ Πάμε, ξανάπε ο κύρης, άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω. _ Πού πάμε; ρώτησα, και το χέρι µου έτρεµε µέσα στη χοντρή του φούχτα. Κοίταξα γύρα μου, ερημιά στη γωνιά δυο τουρκαλάδες πλένουνταν στη βρύση και το νερό κοκκίνιζε. -Φοβάσαι; -Ναι. -Δεν πειράζει.Θα συνηθίσεις. Στρίψαμε τη γωνιά, πήραμε κατά την πόρτα του λιμανιού. Ένα σπίτι κάπνιζε ακόμα, κάµποσες πόρτες ήταν γκρέµισμένες, αίµατα ακόµα στο κατώφλι. Φτάσαμε στην πλατεία που βρίσκουνταν το σιντριβάνι με τα λιοντάρια. Πλάι ο μεγάλος γερο-πλάτανος. O κύρης στάθηκε, άπλωσε το χέρι. -Κοίτα! μου 'καμε. Σήκωσα τα μάτια κατά τον πλάτανο. έσυρα φωνή: τρεις κρεµασμένα καμπάνιζαν, ο ένας πλάι στον άλλο, ξυπόλυτοι, με μια πουκαμίσα μονάχα. Γύρισα πέρα το κεφάλι, δεν μπορούσα να βαστάξω, κι αγκάλιασα το γόνατο του κόρη. Μα αυτός μου φούχτωσε το κεφάλι, το γύρισε κατά τον πλάτανο. _ Κοίτα! µε πρόσταξε πάλι. Τα µάτια μου γέμισαν κρεµασμένους. _ Όσο να ζεις, µου 'πε ο κύρης, το ακούς; όσο να ζεις, ποτέ να μη φύγουν από τα μάτια σου οι κρεμασμένοι ετούτοι. -Ποιος τους σκότωσε; -H λευτεριά. ας είναι καλά! Δεν κατάλαβα κοίταζα. κοίταζα με γουρλωµένα µάτια τα τρία κορμιά που κουνιούνταν αργά μέσα στα κιτρινισµε΄να πλατανόφυλλα. Σβάρνισε o κύρης γύρο τη µατιά του, στύλωσε το αυτί του οι δρόμοι έρηµοι. Στράφηκε σε μένα. - Μπορείς να τους αγγίξεις; µου κάνει. _ Δεν μπορώ! αποκρίθηκα με τρόμο. _ Μπορείς, µπορείς έλα! Ζυγώσαµε. Ο κύρης γρήγορα γρήγορα έκαμε το σταυρό του: _ Άγγιξε τα πόδια τους! µε πρόσταξε. Μου πήρε το χέρι, ένιωσα στ' ακροδάχτυλά μου το κρύο τους δέρμα, n δροσούλα της νύχτας κάθουνταν ακόμα απάνω τους. Προσκύνα! πρόσταξε τώρα ο κόρης, κι ως με είδε να τινάζουμαι, να θέλω να φύγω. µε άρπαξε από τις αμασχάλες, με ανασήκωσε, έγειρε το κεφάλι μου και κόλλησε με βίας το στόμα μου απάνω στα ξυλιασμένα πόδια. Με απόθεσε κάμω, τα γόνατά μου λύγιζαν. Ο πατέρας έσκυψε, με κοίταξε: _ Για να συνηθίσεις, είπε. Με πήρε πάλι από το χέρι και γυρίσαμε σπίτι. Ανήσυχη η µάνα στέκουνταν πίσω από την πόρτα και περίμενε. _ Πού πήγατε, για όνομα του Θεού! έκαμε και µε άρπαξε με λαχτάρα και με φιλούσε.Πήγαμε να προσκυνήσουμε. αποκρίθπκε ο κύρης και με κοίταξε μ' εμπιστοσύνη ! Τρεις μέρες οι καστρόπορτες έμειναν σφαληχτές. Τη τέταρτη μέρα άνοιξαν µα οι Τούρκοι τριγύριζαν στους δρόµους. Γέµιζαν τους καφενέδες, μαζεύουνταν στα τζαµιά, κι o κύκλος μέσα τους δεν είχε ακόμα καταλαγιάσει. Τα μάτια τους ακόμα ήταν γεμάτα φόνο μια σπίθα να τινάζουνιαν, κι η Κρήτη θα 'παιρνε φωτιά. Οι χριστιανοί, όσοι είχαν παιδιά. έμπαιναν σε βαπόρια, σε καΐκια, και τραβούσαν κατά τη λεύτερη Ελλάδα. Όσοι δεν είχαν παιδιά, έβγαιναν από το Κάστρο κι έπιαναν το βουνό.
Κατεβήκαµε κι εμείς στο λιμάνι, να φύγουµε ο κύρος μου μπροστά, στη μέση n μητέρα μου κι η αδερφή, και στην ουρά εγώ. Πρέπει να προστατέψουμε τις γυναίκες εμείς οι άντρες, μου 'πε ο πατέρας μου και δεν ήμουν οχτώ χρονών, εγώ θα πηγαίνω μπροστά κι εσύ πίσω, έχε το νου σου. Περάσαμε από καμένες γειτονιές, δεν είχαν ακόµα σηκώσει όλους τους σφαµένους,..Έσκυψε ο πατέρας μου, πήρε από ένα κατώφλι μια πέτρα πιτσιλισμένη μ' αίµατα: -Φύλαξέ τη, μου 'πε. _ Πάμε απάνω στην Καµαρά σου να πάρουμε απόφαση, μου "πε ο πατέρας μου πριν φύγουµε από το σπίτι. Στάθηκε στη μέση της Καμάρας, μου 'δειξε ένα μεγάλο χάρτη της Ελλάδας που κρέμουνταν στον τοίχο. _ Δε θέλω στον πειραιά μήτε στην Αθήνα. Εκεί θα μαζωχτούν όλοι, θ' αρχίσουν τις κλάψες πως δεν έχουν να φάνε και θα ζητιανεύουν βοήθεια κι αυτά τα σιχαίνουμαι. Διάλεξε κανένα νησί. _ Όποιο θέλω; _ Όποιο θες. Ανέβηκα σε μια καρέκλα, πήρα σβάρνα τα νησιά του Αιγαίου, πράσινα μέσα σε γαλάζιο πέλγο, περιδιάβαζα το δάχτυλό μου από τη σαντορίνη στη Μήλο, στη Σίφνο, στη Μύκονο, στην Πάρο, στάθηκα στη Νάξο. _ Στη Νάξο! είπα. Μου άρεσε το σχήμα της και τ' όνομά της. Πού να μπορούσα εκέινη τη στιγμή να μαντέψω τι αποφασιστική επίδραση θα 'χε σε όλη μου τη ζωή η τυχαία, η μοιραία τούτη εκλογή! _ Στη Νάξο! είπα πάλι και κοίταξα τον πατέρα μου. _ Καλά, αποκρίθηκε αυτός, πάμε στη Νάξο. "Αναφορά στον Γκρέκο", Νίκου Καζαντζάκη, κεφάλαιο Ι, Η Σφαγή, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2015 Τι σήμαιναν άραγε οι βαθμοί για τον Νίκο Καζαντζάκη; |
Οι δράσεις μαςΑν θέλετε να ξέρετε πώς τα περνάμε στο σχολείο και τι καινούριο μαγειρεύουμε, βρίσκεστε στη σωστή σελίδα! Archives
June 2017
Categories |
Γραμματομαζώματα... αριθμοσκορπίσματα