"_ Πώς ήταν ο παππούς μου; ρώτησα τη μητέρα μου. _ Σαν τον κύρη σου μου αποκρίθηκε, πιο μαύρος. _ Τι δουλειά έκανε; _ Πολεμούσε. _ Κι όταν δεν ήταν πόλεμος; _ Κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι και κοίταζε τα βουνά. Κι εγώ που μικρός ήμουν θεοφοβούμενος, ρωτούσα ακόμα: _ Πήγαινε στην εκκλησιά; _ Όχι. Μα έφερνε κάθε αρχιμηνιά έναν παπά σπίτι και τον έβαζε να κάνει δέηση να πάρει πάλι τ' άρματα η Κρήτη. Σεκλέτιζε μαθές ο παππούς σου χωρίς δουλειά. "Δε φοβάσαι το θάνατο, πατέρα;" τον ρώτησα μια φορά, που ζώνουνταν πάλι τ' άρματα, μα δε μου απκρίθηκα. Μήτε και στράφηκε να με δει. Όταν μεγάλωσα, ήθελα ακόμα να ρωτήσω τη μητέρα μου: "Αγαπούσε τις γυναίκες;" μα ντράπηκα και δεν το έμαθα ποτέ. Μα σίγουρα θα τις αγαπούσε, γιατί όταν σκοτώθηκε κι άνοιξαν το μπαούλο του βρήκαν ένα προσκεφάλι γεμάτο μαύρες και καστανές πλεξούδες." Αφού ζωγραφίσαμε τον παππού του Νίκου Καζαντζάκη όπως τον φανταζόμαστε και όπως τον γνωρίσαμε μέσα από το απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη "Αναφορά στον Γκρέκο", χωριστήκαμε σε δυάδες και φτιάξαμε comics. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο νομίζαμε, γιατί για να φτιάξεις comics πρέπει να έχεις ένα σχέδιο στο μυαλό σου! Βρήκαμε τις διαφορές ανάμεσα στο λογοτεχνικό κείμενο και στα comics, παρατηρήσαμε πως δε χρειάζονται εισαγωγικά στα comics αφού οι ήρωες μιλούν απευθείας μεταξύ τους, αλλά ούτε και παύλες όπως στον διάλογο. Αφού συζητήσαμε μεταξύ μας και αποφασίσαμε για το τι θέλαμε να κάνουμε, γράψαμε ένα σενάριο με έξι παραγράφους: μία για κάθε πλαίσιο. Μετά σχεδιάσαμε τις εικόνες και τις χρωματίσαμε. Ιδού το αποτέλεσμα! Κι αφού γράψαμε και ζωγραφίσαμε προσπαθήσαμε να δούμε τη ζωή μέσα από τα μάτια του παππού αυτού που ποτέ δε γελούσε, μόνο πολεμούσε και προσευχόταν στον Θεό να πάρει τ' άρματα η Κρήτη και να λευτερωθεί. Πολεμήσαμε στο πλάι του, είδαμε τη θάλασσα να βάφεται κόκκινη από το αίμα των νεκρών, των Ελλήνων και των Τούρκων γιατί "έτσι είναι ο πόλεμος"... Αγναντέψαμε μαζί του τα βουνά και τι χαρά που γευτήκαμε όταν η Κρήτη ελευθερώθηκε και ενώθηκε με την Ελλάδα! " Όλοι από το αίμα της μάνας μου οι πρόγονοι ήταν χωριάτες. Σκυμμένοι στο χώμα, κολλημένοι στο χώμα, τα πόδια τους τα χέρια τους, τα μυαλά τους γεμάτα χώματα. Αγαπούσαν τη γης και της μπιστεύουνταν όλες τους τις ελπίδες. Είχαν γίνει πάππου προς πάππου ένα μαζί της. στην αβροχιά κοράκιαζαν κι αυτοί από τη δίψα της, κι όταν ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια, τα κόκκαλά τους έτριζαν και φούσκωναν σαν καλάμια. Δυο φορές τον χρόνο, τη Λαμπρή και τα Χριστούγεννα, κινούσε από το μακρινό χωριό ο παππούς μου κι έρχουνταν στο Μεγάλο Κάστρο να δει τά γγόνια του και την κόρη. Γέρος κοτσονάτος, με άκουρα άσπρα μαλλιά, με γαλάζια γελούμενα μάτια, με βαριές χερούκλες όλο ρόζους. Άπλωνε να με χαϊδέψει και το δέρμα μου ξεγδέρνουνταν. Φορούσε την κυριακάτική του σκούρα λουλακιά φουφούλα, μαύρα στιβάνια, άσπρο με γαλάζιες βούλες κεφαλομάντιλο και κρατούσε, τυλιγμένο σε λεμονόφυλλα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο, ψητό στο φούρνο. Γελούσε, το ξεσκέπαζε και μοσχομύριζε το σπίτι. Κι από τότε τόσο πολύ έσμιξε, έγινε ένα ο παππούς μου με το ψητό γουρουνάκι και με τα λεμονόφυλλα, που δεν μπορώ πια να μυριστώ ψητό χοιρινό κρέας ή να μπω σε περιβόλι λεμονιές, χωρίς ν' ανέβει στο μυαλό μου, γελαστός, απέθαντος, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια ο παππούς μου. Και χαίρουμαι γιατί όσο ζω, θα ζει κια υτός μέσα μου.Κανένας άλλος πια στον κόσμο δεν τον θυμάται, και θα πεθάνουμε μαζί. Ο παππούς μου ετούτος στάθηκε ο πρώτος που μ' έκανε να μη θέλω να πεθάνω για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου. Από τότε πολλοί αγαπημένοι μου που πέθαναν κατέβηκαν όχι στο χώμα παρά μέσα στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω θα ζούνε"
0 Comments
Leave a Reply. |
Οι δράσεις μαςΑν θέλετε να ξέρετε πώς τα περνάμε στο σχολείο και τι καινούριο μαγειρεύουμε, βρίσκεστε στη σωστή σελίδα! Archives
June 2017
Categories |
Γραμματομαζώματα... αριθμοσκορπίσματα